καθάρυλλος

καθάρυλλος
κᾰθάρ-υλλος, ον, Com. Dim. of καθαρός,
A dainty,

ἄρτοι Pl.Com.86

. Adv.

-λλως Cratin.27

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καθάρυλλος — καθάρυλλος, ον (Α) (κωμ. υποκορ. τού καθαρός) κάπως καθαρός, λίγο καθαρός, καθαρούτσικος. επίρρ... καθαρύλλως (Α) κάπως καθαρά, καθαρούτσικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + υποκορ. κατάλ. υλλος (πρβλ. άρκ υλλος, μάτρ υλλος)] …   Dictionary of Greek

  • καθαρύλλως — καθάρυλλος dainty adverbial καθάρυλλος dainty masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρύλλων — καθάρυλλος dainty masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”